- καλαμοβόας
- καλαμοβόας, ὁ (Α)(σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -βόας (< βοή), πρβλ. αυλο-βόας, νυκτι-βόας].
Dictionary of Greek. 2013.